-
1 κοινωνια
ἥ1) (взаимо)отношение, (со)участие, общение, связь(πρὸς ἀλλήλους Plat. и μετ΄ ἀλλήλων NT.; ἡδονῆς τε καὴ λύπης, κοινωνίαι καὴ ὁμιλίαι Plat.)
τίς θαλάσσης βουκόλοις κ. ; Eur. — что общего у пастухов с морем?;ἥ ἀνθρωπίνη κ. Plat. — человеческие взаимоотношения, т.е. человеческое общество;δεξιὰς κοινωνίας δοῦναί τινι NT. — заключить с кем-л. союз2) брачная связь, брак Eur.3) общность(τῶν πόνων Plat.)
4) пожертвование, подаяние(εἰς τοὺς πτωχούς NT.)
См. также в других словарях:
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
нищии — (566) пр. Бедный, нищий: не лѣть же ѥмѹ ѥсть ино˫а по˫ати нъ тѹ [жену] имѣти юже ѥсть изволилъ. аще ѥсть и нища. (πενιχρο) КЕ XII, 18б; нѣкогда ѹ двѣма чл҃вкома судимома савиномь. ѥдиномѹ же сѹщю богатѹ а дрѹгомѹ ни||щю. (πέητος) ПНЧ 1296, 24… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Φιλοθέη, Μπενιζέλου — (Αθήνα 1522 – 1589). Νεομάρτυς. Κόρη του Αθηναίου προύχοντα Άγγελου Μπενιζέλου, η Φ. (το αρχικό της όνομα ήταν Ρεσούλα ή Ρεγούλα) φαίνεται ότι έλαβε μόρφωση, σπάνια για γυναίκα την εποχή εκείνη. Μετά τη χηρεία της –σε ηλικία 17 μόλις ετών– έγινε… … Dictionary of Greek